Ηταν ένας όψιμος και άπληστος δρομέας. Δείτε γιατι τον χαρακτηρίζω ως τέτοιον. Ξεκίνησε το τρέξιμο στα δεύτερα -άντα του, μήπως και χάσει κανά κιλό. Ξέρετε αυτά τα ρουτινιάρικα, τα καταθλιπτικά κιλά που έρχονται με αυξητική τάση χρόνο με το χρόνο. Το σώμα του είχε αρχίσει να παίρνει το σχήμα του δερμάτινου καναπέ, με τις χάλκινες λεπτομέρειες στα καμπυλωτά μπράτσα του. Ομως ο ναρκισσισμός περίσσευε και τον έκανε να βάλει στην καθημερινότητα του το περπάτημα, που έγινε jogging, μετά τρέξιμο και κατέληξε εθισμός.
Ορκιζόταν ότι μετα απο αυτό δε θα έτρεχε ποτέ ξανά. Φυσικα μόλις έφθασε στην κορυφή άλλαξε γνώμη. Αυτός λοιπόν ο ολίγον υπέρβαρος και λαίμαργος δρομέας δεν ήταν ευχαριστημένος με έναν τερματισμό σε αυτόν, τον πρώτο του υπερμαραθώνιο αλλα είχε και την ματαιοδοξία-φιλοδοξία να τον ολοκληρώσει σε χρόνο ρεκόρ για τα δικά του δεδομένα.
Το βουνό όμως έχει τη δικιά του άποψη για τον χρόνο. Τα ρόμπολα, οι οξιές, τα πεύκα και τα ποτάμια αδιαφορούν για τις ώρες και για τα λεπτά. Έπρεπε κάποιος να ειναι πολύ κενόδοξος ώστε να μην αισθάνεται τις νεράιδες δίπλα του. Ενας ψίθυρος χάιδευε τα αυτιά του: «Κοίτα που βρίσκεσαι,ξέχνα τα όλα. Εισαι τυχερός που το βιώνεις αυτό. Κάποτε, ίσως και σύντομα, δεν θα μπορεις να το ζεις.Μερικοί ήδη δεν μπορούν. Ακου τις πευκοβελόνες, τη μουσική του δάσους, τον χορό της νυφίτσας και τρέξε και γι’αυτούς που θα ήθελαν να ειναι στη θέση σου και δεν μπορούν. Μη τα παρατάς,τίποτα δεν ειναι βέβαιο».
Κοίτα που βρίσκεσαι, ξέχνα τα όλα. Εισαι τυχερός που το βιώνεις αυτό...
Εκείνη τη στιγμή εκτοξεύτηκε γαλακτικό οξύ με την μορφή δακρύων απο τα μάτια του. Όταν τα δάκρυα έσμιξαν με τον ιδρώτα στα χείλη του και ξεροκατάπιε, ξεδίψασε με αυτά και ο εγωισμός του. Ωραία τα προσωπικά ρεκόρ, οι επιδόσεις και οι κατατάξεις, αλλά δευτερεύοντα. Δεν τρέχουμε γι’αυτά. Νομοτελειακά, κάποια στιγμή δεν θα επιτυγχάνονται. Αυτό που παίρνεις απο το τρέξιμο κατά την διάρκεια του ή μετά την ολοκλήρωση του, ειναι η συνειδητότητα του δώρου της ζωής. Η απόδραση, η γαλήνη, ο πόνος, η ελευθερία. Δυνατός και γεμάτος ψυχικά. Ετσι αισθανόταν όταν περνούσε την αψίδα του τερματισμού. Κι επειδή πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετα τα κουσούρια, κάθισε κάτω και ήπιε μια παγωμένη μπίρα.
Ηταν ένας όψιμος κι ευτυχισμένος δρομέας.